αθριάμβευτος

αθριάμβευτος
-η, -ο (Μ ἀθριάμβευτος, -ον) [θριαμβεύω]
αυτός που δεν γιόρτασε τη νίκη του με θρίαμβο
νεοελλ.
αυτός που δεν θριάμβευσε, που δεν νίκησε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αθριάμβευτος — η, ο αυτός που δε γιόρτασε θρίαμβο, που δε νίκησε: Όλη τη ζωή του την πέρασε αθριάμβευτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”